θεόκλειστος

θεόκλειστος
η , ο накрепко закрытый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θεόκλειστος" в других словарях:

  • θεόκλειστος — η, ο 1. ο εντελώς κλεισμένος, ο κατάκλειστος («βρήκε το σπίτι θεόκλειστο») 2. αυτός που μένει σε κατάκλειστο χώρο («έμεινε θεόκλειστη στο σπίτι της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλειστός (< κλείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • θεόκλειστος — η, ο επίρρ. α εντελώς κλειστός: Θεόκλειστο κελί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»